οπισθοχωρώ

οπισθοχωρώ
οπισθοχωρώ, οπισθοχώρησα βλ. πίν. 73

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • οπισθοχωρώ — έω 1. κινούμαι προς τα πίσω, υποχωρώ 2. στρ. εκτελώ οπισθοχώρηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < οπισθ(ο) * + χωρώ (< χώρος), πρβλ. υπο χωρώ] …   Dictionary of Greek

  • οπισθοχωρώ — οπισθοχώρησα, κινούμαι προς τα πίσω, υποχωρώ. Ο στρατός οπισθοχωρεί συνεχώς στο μέτωπο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μεταχάζομαι — (Α) οπισθοχωρώ, οπισθοδρομώ από κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + χάζομαι «υποχωρώ, οπισθοχωρώ»] …   Dictionary of Greek

  • αΐσσω — ἀΐσσω και ἄσσω (αττ. ᾄττω ή ἄττω) (Α) Ι. ενεργ. 1. (για κάθε απότομη ή βίαιη κίνηση) (και ως μέσο) κινούμαι ορμητικά, εκσφενδονίζομαι, εξακοντίζομαι, ορμώ, ρίχνομαι 2. εκπέμπω λάμψη, λάμπω, αστράφτω όπως το φως 3. (για οξύ πόνο) διαπερνώ,… …   Dictionary of Greek

  • αλεείνω — ἀλεείνω (Α) (επικό ρήμα που χρησιμοποιείται μόνο στον ενεστώτα και παρατατικό) 1. αποφεύγω, ξεφεύγω 2. υποχωρώ, οπισθοχωρώ, αποσύρομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ἀλεF εν jω (< θ. τών λ. ἀλέα*, ἀλέομαι* και πρόσφυμα εν ) με σίγηση τού ενδοφωνηεντικού F… …   Dictionary of Greek

  • ανάγω — (Α ἀνάγω) 1. οδηγώ προς τα επάνω, υψώνω, ανυψώνω, ανεβάζω 2. λέγω ή υποστηρίζω πού οφείλεται κάτι, τό φέρνω πίσω στην αρχή ή την αιτία τού, αποδίδω, αναφέρω νεοελλ. 1. αναφέρω, αποδίδω χρονικά 2. μεσ. ανήκω χρονικά 3. μετασχηματίζω, μετατρέπω… …   Dictionary of Greek

  • αναδίδω — και δίνω (Α ἀναδίδωμι) 1. εκφύω, παράγω, φέρω 2. εκβάλλω, εκπέμπω, βγάζω, σκορπίζω (οσμή, φλόγα, καπνό κ.ά.) 3. αναβλύζω, αναβρύω νεοελλ. (αμτβ.) 1. βλαστάνω, φυτρώνω 2. (για φυτά) ευδοκιμώ, προοδεύω 3. ανακτώ τις σωματικές μου δυνάμεις, αναρρώνω …   Dictionary of Greek

  • αναδύομαι — (Α ἀναδύομαι) ανέρχομαι στην επιφάνεια τού νερού νεοελλ. παρουσιάζομαι ξαφνικά, ξεπροβάλλω, ξεφυτρώνω αρχ. 1. οπισθοχωρώ, υποχωρώ, αποσύρομαι 2. κρατιέμαι μακριά από κάποιον ή κάτι, διστάζω, αποφεύγω 3. (για ποταμούς) εκλείπω, αφανίζομαι 4.… …   Dictionary of Greek

  • αναποδίζω — (I) (Α ἀναποδίζω) 1. γυρίζω πίσω, επιστρέφω στο σημείο εξορμήσεως, οπισθοχωρώ, οπισθοδρομώ 2. (για σιδηροδρόμους και ατμόπλοια) κινώ τη μηχανή ανάποδα, αντίστροφα για οπισθοχώρηση, κινούμαι με την πρύμνη αρχ. μσν. κάνω κάποιον να γυρίσει, να… …   Dictionary of Greek

  • αναχάζω — ἀναχάζω (Α) [χάζω] 1. κάνω κάποιον να υποχωρήσει 2. μέσ. υποχωρώ, οπισθοχωρώ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”